Τα μικράτα της βουβά: μη μιλήσει, μη ρωτήσει, μην ενοχλήσει (μόνο η θάλασσα την άκουγε, σ' ένα μικρό μπλε τετράδιο στο βράχο)
Η εφηβεία σκοτεινή: κλάμα με σβηστό το φως, βαθμοί για να "υπάρξει" ( ακόμη θυμάται στα 16 της, ένα αγόρι που ήταν ερωτευμένο μαζί της : την έβαλε μπροστά σ' έναν καθρέφτη και τη ρώτησε σχεδόν θυμωμένα: πες μου! τι το άσχημο βλέπεις!)
Μεγαλώνοντας λίγο, θέλησε να δραπετεύσει, μα ήταν τόση η αγωνία της γι' αυτό, που διάλεξε μια σπηλιά. Έκλεισε απ' έξω όνειρα, πόλεις, βιβλία, γράψιμο, φως και άρχισε να χτίζει και το δικό της τείχος. Απροσπέλαστη, με αυτοσκοπό: να "υπάρξει" σαν καλή. Γέννησε, δόθηκε, αγάπησε γιατί το μόνο ακέραιο ήταν αυτή η κόκκινη αρτηρία που ασφυκτιούσε, θέλοντας να δώσει όσα ανεπίδοτα συσσωρεύονταν μέσα της.
Μόνη παρηγοριά ένα κουταλάκι στην τσέπη, που μ'΄αυτό έσκαβε την πέτρα. Χρειάστηκε μόνο μια αχτίδα από φως που την έκανε να το παρατήσει στην άκρη και ν' αρχίσει να σκάβει πια με τα χέρια, με μανία, με κλάμα, φωνάζοντας όλες τις λέξεις που είχαν θαφτεί.
Την άκουσε και κάποιος από την άλλη πλευρά, που δε φοβήθηκε να λερωθεί, έσκυψε και άρχισε να σκάβει κι αυτός.
Όταν κατάφερε να βγει, δεν ήξερε πως να ξαφνιαστεί, πως να φερθεί, τι να νιώσει. Μόνο να ευχαριστήσει.
Την συναντώ που και που στο δρόμο. Δεν είναι βουβή πια. Χαμογελά. Μιλά.
Ξέρω, πως που και που κρύβεται ακόμη. Κουλουριάζεται σαν έμβρυο και ονειρεύεται βουτιά σ' ένα απέραντο μπλε, αγκαλιές και υγρά φιλιά.
Δεν ξέρω τ' όνομά της. Μικρή ήθελε να την φωνάζουν Μαρία. Δεν θα την ρωτήσω. Εγώ την αποκαλώ Αξόδευτη Αγάπη.