Δευτέρα 15 Απριλίου 2019







Ξύπνησα απότομα μέσα στο βράδυ και σηκώθηκα ξυπόλητη ν' ανοίξω το παράθυρο.  Δε συνηθίζω τα γυμνά πόδια στο πάτωμα, ούτε καν στα ζεστά χαλίκια του καλοκαιριού. Αν στο έλεγα, θα μου απαντούσες πως δεν έχω εξοικείωση με το φυσικό μου περιβάλλον. Βάζω τους φόβους μου, ή πιο σωστά τις φοβίες μου, πιο πάνω από τις υπόλοιπες αισθήσεις μου. 

Σώθηκα πέφτοντας πάνω σου. Στη χαραμάδα ανάμεσα στα σώματά μας. Στον ακάλυπτο ενός εστιατορίου, κάτω από την καμινάδα που απορροφά τους καπνούς μας. Επιταχυντές σε κατηφόρα χωρίς φρένα, κρατάω ένα δίσκο με κρυστάλλινα ποτήρια και νοιάζομαι μη σπάσουν όσα έχουν γίνει κομμάτια από καιρό. Με μαθαίνεις πως δεν πειράζει, πως δεν πρέπει να με νοιάζει. Ξεκινάς να μου δείχνεις τον ήχο των λέξεων από την αρχή. Όσα βλέπω γραμμένα, πως μπορούν και ν' ακούγονται μου λες κι εγώ σε κοιτάζω με μάτια ερωτευμένα. Μου μένει το μάθημα των αναστεναγμών και των χαδιών, απ' όπου έχω πάρει πολλές απουσίες. Ξεστομίζω στην αρχή δειλά και μετά με περίσσεια θάρρους τα "σ' αγαπώ" μου. Μέρες μεθυσμένες, χωρίς ίχνος αλκοόλ.
Ποια είναι τα κλειδιά που κρατάς; Ποιο απ΄όλα στην αρμαθιά απασφάλισε το λαιμό; Ποιο την καρδιά; Ποιο το υπογάστριο;
//Λούφαξε το παιδί πιο μέσα. Πήρε το σκοτάδι που το έβαλαν και το έκανε φωλιά. Μόνο εσύ το διέκρινες και το πήρες από το χέρι να το βγάλεις στον ήλιο//
Πόνάνε τα μάτια μου μαζί σου. Πονάνε από το φως...

Σ' ευχαριστώ...






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου