Τούτη την Πέμπτη, λίγο πριν το Πάσχα, είναι νευρική, πιο θερμή στα χέρια του. Αγωνίζεται πότε μ' ενθουσιασμό και πότε σπασμωδικά, να στραγγίσει και να χαρίσει κάθε ηδονή που έχουν μάθει να κερδίζουν. Κάθε νέα ηδονή που μπορούν να επινοήσουν. Την παρασέρνει σε δρόμους από μέλι μαύρο και σκοτάδι χρυσό σήμερα. Το νοικιασμένο κρεβάτι τους τυλίγεται μ' ατμούς.
-Να μ' αγαπάς. Να μ' αγαπάς, του ζητά ασθματικά. Με πάθος. Κρέμεται η ζωή της λες, από τις απαντήσεις του. Ολόκληρη η ύπαρξή της συρρικνώνεται στ' αυτιά της, στην ακοή, περιμένει να δει τι θα της πει. Να μετρήσει την ανάσα του.
-Αν κάποια στιγμή δε με σκέφτεσαι, να ξέρεις πως το νιώθω. Παγώνεις το σώμα μου. Παγώνει η κοιλιά μου. Πιο κάτω. Εδώ..Λες και μου αδειάζεις το αίμα όταν με ξεχνάς.
-Δεν υπάρχει στιγμή που να φεύγω από κοντά σου, τη βεβαιώνει λαχανιασμένος. Είμαι συνέχεια κοντά σου, ούτε στιγμή δεν κάνω πιο πέρα.
-Και μέσα μου;
-Παντού! Πιο πολύ μέσα σου της ορκίζεται.
Με πόση λαχτάρα πέφτει μονοκόμματα πάνω της κάθε φορά λες και ξέφυγε από έναν τρομερό κίνδυνο. Κολλάει παράφορος τα χείλη του στα χείλη της, σα να μην αντέχει άλλο μια άπνοια που τον πεθαίνει. Την ασφυξία, να κρατήσει παραπάνω την αναπνοή του στο βυθό. Μόλις τώρα καταφέρνει ν' ανέβει στην επιφάνεια και ν' ανασάνει. Όπως σε κάποιους εφιάλτες, που καταφέρνεις μετά από βασανιστήρια να ξυπνήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου