Κλείνει
τα μάτια. Τ' ανοίγει. Ένα γύρω θάλασσα. Πάντα εκεί, με τον ήλιο να στάζει πάνω
της. Πόση ώρα κοιμάται; Πόσους μήνες; Άμμος ανάκατη με τα μαλλιά. Μεσημέρι.
Πάντα μεσημέρι. Σα να μην έχουν άλλες ώρες αυτές οι μέρες. Μόνο μια ζέστη
πηχτή. Μια σαύρα, μόνη ζωή, ζαλισμένη κάτω από τη φραγκοσυκιά. Πεζούλια
ασπρισμένα, πονούν τα μάτια.
Δεν
άρεσε στη μάνα το καλοκαίρι. "Το κρύο το αντέχεις. Φοράς κάτι και
προστατεύεσαι. Τούτη η εποχή σε παραλύει". Εμένα με παραλύει ο θυμός μαμά.
Ακόμη και η υπόνοια. Ίσως γιατί εσύ δε θύμωνες ποτέ και έμεινα αμάθητη.
Δυο
τουρίστες με κοκκινισμένες τις πλάτες.
Ζει;
Μπορεί. Δεν υπάρχει και κάποιος να το διαψεύσει, μα το χειρότερο: δεν υπάρχει
κάποιος να το επιβεβαιώσει.
Τα
χείλη ξερά και αλμυρά.
Να
'χε ένα σπίτι με μπλε παράθυρα εδώ. Ένα δωμάτιο μόνο, ασπρισμένο, πέτρα. Ένας
πέτρινος νεροχύτης στην άκρη και λευκές κουρτίνες. Τα τζάμια συνέχεια ανοιχτά/
Έχει
ανάγκη από αέρα.
Ένα
καβούρι περπατά πλαγιαστά δίπλα. Ψάχνει το δρόμο για τη θάλασσα κι αυτό.
Πρέπει
να συρθεί ως εκεί μαζί του. Τούτες οι μέλισσες σκοντάφτουν στις αχτίνες.
Ψάχνει
για σύννεφο. Στέγνωσε εδώ. Την στενεύει το δέρμα της.
Βάρκα
ήταν ή αντικατοπτρισμός;
Να
'ριχνε μια βροχή να γαληνέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου