Έφτασε ως
εδώ, για να διαπιστώσει πως δεν μπορούσε να φύγει.
Τα έριξε
στον χρόνο, που έρχεται πάντα αργά, γεμάτος εμμονές διαβρωτικές, σαν υγρά μπαταρίας,
να τρυπούν κάθε σιδερένια αντίσταση, μεταμορφώνοντάς την σε πορτοκαλί σκόνη.
Μια ζωή ξόρκιζε
όσα δεν θα μάθαινε ποτέ. Όλα αυτά τα «σε λατρεύω και μην φύγεις» που ανάβλυζαν
από μέσα της και μετά η στάθμη να κατεβαίνει, κόντρα στην παλίρροια, και να
προσπαθεί να ισορροπήσει στην άκρη του πεζοδρομίου, χωρίς τα πόδια της να ακουμπήσουν
στον δρόμο, σ’ ένα αλκοτέστ αντοχών.
Και οι άμυνες έγιναν μάντρες με γιασεμιά, για να σκαρφαλώσει εκείνος. Και ο χρόνος έγινε ρολογάκι στο χέρι και όλα όσα δεν πρόλαβαν να πουν, λεπτοδείκτες να γυρίζουν στο καντράν, χωρίς σταματημό και να σπρώχνουν τις νωθρές μέρες σε αγώνες ταχύτητας. Έχει μια τρύπα στην καρδιά και από εκεί φοβάται μήπως εξατμιστεί.
Και ο Μάης την παγώνει με μια θάλασσα να βογκά κάτω από το μπαλκόνι της και οι γέφυρες να καίγονται πίσω της και αυτή πυροβάτης ν’ αυτοαποκαλείται ανθρώπινο ον.
Και οι άμυνες έγιναν μάντρες με γιασεμιά, για να σκαρφαλώσει εκείνος. Και ο χρόνος έγινε ρολογάκι στο χέρι και όλα όσα δεν πρόλαβαν να πουν, λεπτοδείκτες να γυρίζουν στο καντράν, χωρίς σταματημό και να σπρώχνουν τις νωθρές μέρες σε αγώνες ταχύτητας. Έχει μια τρύπα στην καρδιά και από εκεί φοβάται μήπως εξατμιστεί.
Και ο Μάης την παγώνει με μια θάλασσα να βογκά κάτω από το μπαλκόνι της και οι γέφυρες να καίγονται πίσω της και αυτή πυροβάτης ν’ αυτοαποκαλείται ανθρώπινο ον.
Σημειώνει
σ’ ένα post it στο ψυγείο: Να θυμηθώ το βράδυ να να ψαλιδίσω το
φεγγάρι μας στον ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου