Οι στιγμές, είχαν μια παράξενη, ανέλπιδη οντότητα, σα να γεννήθηκαν έξω από το χρόνο και τον τόπο που κρατούσε τη γήινη παρουσία τους. Δε ρώτησαν "αύριο΄" τα μάτια της μήτε μια φορά- στα χέρια της, η κάθε στιγμή, απίθωνε και μια ευτυχία. Μια μικρή, απρόσμενη ευτυχία, χωρίς πρόσωπο. Δίχως παλιά, ξεχασμένα βιώματα και μελλούμενες προεκτάσεις. Μια στρατιά από αναλλοίωτες, απίθανες χαρές, ένας μικρός κύκλος από έκσταση και δέος. Το πάθος το σκέφτηκαν ξαφνικά, μια στιγμή που χώρεσε ανάμεσά τους η σιωπή της ώρας, όλο μυστήριο. άκουγαν τις καρδιές, την ανάσα τους, τους σφυγμούς, μια ένταση όλο πυρετό, μέχρι τις άκριες απ' τα δάχτυλα, ως τις ρίζες των μαλλιών, μέχρι μέσα, βαθιά, στην τελευταία φλεβίτσα που χτυπούσε τρελαμένη να σπάσει..
Στάθηκαν μια μεγάλη, σιωπηλή στιγμή, αντικριστά ο ένας στον άλλο, μια στιγμή που η αγωνία έπνιξε τη χαρά τους και τους γύμνωσε τις λέξεις, την ψυχή, τα μάτια. Μια στιγμή που όλα έχασαν το νόημά τους, ολότελα, την αίσθηση, την ύπαρξή τους, αμφισβήτησαν ακόμη και τη γεύση που άφηνε το όνειρο στα χείλια, στην ψυχή και τους έκανε να μοιάζουν αλλόκοσμοι. Δυο μεθυσμένες ακανόνιστες τροχιές, εκστατικές σε μια παράλληλη μετεώριση, ως την ανυπαρξία. Η γεύση του ονείρου, ακόμη κι αυτή, τους φάνηκε ψεύτικη, αφύσικη, έξω από εκείνους. Το πάθος, ήταν μια ολόκληρη καταιγίδα από αρνήσεις και αντίστροφες έννοιες, σκληρές, αδυσώπητες. Εκείνη η ζεστή λυγεράδα της στιγμής είχε αναπόφευκτα εγκατασταθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου