Σ' έψαξα άραγε, ή μήπως σε βρήκα έτσι να γεννιέσαι στην αυλή μου, την ίδια ώρα, που ανάμεσα σε δυο κόκκινους χτύπους, γέμιζε ο ουρανός άστρα και το φεγγάρι έδενε πάνω του την καρδιά μου, ενώ τρένα από το πουθενά, οδηγούσαν το παρελθόν μου, μέχρι την πύλη εκείνη, που λησμονάς τη μητρική σου γλώσσα, αποκαμωμένος από την τόση ευτυχία και φτάνεις ως την ώρα της γέννησής σου, γυμνός από προφητείες κι αινίγματα, μακριά από χειμώνες δακρύων, να ψάχνεις τα υλικά της κατασκευής σου, άλλα για τα χέρια, άλλα για τα μάτια, άλλα για την καρδιά, μαγεμένος από ξόρκια προγονικά και σχήματα ομόκεντρα, σε τυχαία σειρά, πίσω από τις ρωγμές των σεντονιών, που κρύβονται ακοίμητοι οι φόβοι κι ανασαίνουν και στάζουν τα κορμιά, ακριβώς πάνω στον τελευταίο στεναγμό, λύτρωση που απομυζά νύχτες, ανατολές, ερχομούς, φυγές, διαμελίζοντας τις προτάσεις σε λέξεις, σκόρπιες σκέψεις και σαγήνη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου