Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Ο Σταθμός






Θέλω να σου πω μια ιστορία, από κείνες που θυμάμαι πως τις άκουγα παιδί και φοβόμουν το σκοτάδι, γιατί τώρα ακριβώς φοβάμαι το σκοτάδι. Πολύ. Είναι αυτό που μεσολαβεί, ανάμεσα στο πεταμένο χάμω στο χώμα σώμα μου και στο γυάλινο πρόσωπο που καθρεφτίζεται στο παράθυρο του βαγονιού. Την ίδια στιγμή. Σα να είμαι σε μια κομμένη στα δυο φωτογραφία. Άσπρη-μαύρη και τρύπια. Στο μέρος που θα έπρεπε να υπάρχει ένα λουλούδι. Μόνο. Σκέτο. 
//Στη βρεγμένη άμμο βουλιάζει το σχήμα μας και χάνεται.//
Στο βαγόνι τα πρόσωπα από γυαλί, κολλημένα εκεί, πεταλούδες νεκρές. Ήσυχες, χωρίς δάκρυα, χωρίς λέξεις. Τίποτα. Σημάδι δικό μας πουθενά. Μόνο η μουσική απ΄το καφενείο του σταθμού. Δέκα λεπτά στάση. Οι θέσεις μας άδειες. 
Όταν με το σφύριγμα ξεκινούν πάλι τζάμια και πεταλούδες, σ' ένα ταξίδι χωρίς λόγο, ίσως δεν το προσέξει κανείς. Στο τέρμα της διαδρομής μπορεί και να με περιμένεις. Μπορεί και όχι. Δε σ' αρέσουν τα ταξίδια, όμως μόνο έτσι από γυάλινη θα γίνω χωμάτινη επιτέλους.
Αν έπαιρνα πάλι την ιστορία απ' την αρχή, θα έβαζα τα πρόσωπά μας μαζί. Αρχή-μέση-τέλος. Και θα εξηγούσα και το γιατί. Γιατί αγαπηθήκαμε. Και πως. Και ως που. Και ποιος χάθηκε τελικά απ΄τους δύο. Με ποιον τρόπο άδικο, κουτό. Παιδικό παιχνίδι διαλυμένο στην άκρη της αυλής. Μια ολόκληρη ιστορία όμως έτσι. Με λέξεις, με τραγούδια, με σχήματα που ταιριάζουν μεταξύ τους.
Είναι αργά. Δε βλέπω κανέναν. Μοναχικό ταξίδι, χωρίς ταυτότητα, ένα όνομα, κάτι. Διασταύρωση με το είδωλό μου στην επόμενη στροφή, ανάμεσα στα βήματα των περαστικών που δε μ' αναζητούν. Γιατί δεν είμαι. Πρόσωπο, όνομα, σώμα, χέρια, φωνή, μάτια, γυαλί, χώμα, τίποτα.

Τίποτα δικό μου πια


Όλα στα χέρια σου 










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου