Μακάρι
να έριχνε μια λιακάδα τώρα.
Να
καταργήσει αυτή τη μυρωδιά της νοθείας. Ξεκίνησα να διαβάζω και σταμάτησα
στη μέση με κλάματα. Βγαίνω στους δρόμους, μ' αυτές τις καταιγίδες στα
μάτια. Άνθρωποι-νοσήματα, που όταν επιστρέφουν σπίτι τους, βρίσκουν
ακόμη πιο ξινισμένο τον εαυτό τους, πάνω σε κρεβάτια, κάτω από κρεβάτια
και δαγκώνουν με μανία τις αρθρώσεις τους για την ψευδαίσθηση της ζωντάνιας.
Μακάρι
να έριχνε μια λιακάδα τώρα.
Νοιώθω
καλά μόνο σ' αυτό το πολυβιταμινούχο κέντρο σου, χαλαρή κι ας μη με
βρίσκω μέσα, για όσο κρατά το φως: του υπολογιστή, του κινητού, του
γραφείου, του σπιτιού, για όσο κρατάνε αυτά, να ζεσταίνουν λίγο το μπετό μέσα
μου.
Μακάρι
να έριχνε μια λιακάδα τώρα.
Να
σ' έκρυβα σε μια αγκαλιά και οι άλλοι να μας έψαχναν με σειρήνες και
φάρους. Θα χανόταν ακόμη κι η μυρωδιά μας, κάτω από τα παρκαρισμένα
λεωφορεία, που θα χωνόμασταν πίνοντας παγωμένο ούζο και μετά μεθυσμένοι να
κρυβόμαστε πίσω από βιτρίνες, τζαμαριές και αέρα. Το ξημέρωμα θα μας
έβρισκε στ' ανοιχτά, να ρίχνουμε άγκυρα στο δικό μας πουθενά.
Ίσως
τότε να καταφέρναμε να ονειρευτούμε, μια λιακάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου