Άκου τώρα τι θυμήθηκα. Ένα δρόμο που
δεν έβγαζε πουθενά, αν με το χέρι σου δεν τον οδηγούσες εσύ κάπου. Στην άκρια ένα
σπίτι που βλέπει ανατολή και δύση απ' το ίδιο μπαλκόνι. Είχαμε βάλει δυο σημάδια
στον ουρανό, να ξεχωρίζουμε το κόκκινο, ποιο ανήκει που. Κρεμάσαμε και μια πυξίδα
στη μια πλευρά της σελήνης, την πιο σκοτεινή, για να χάσουμε κάθε προσανατολισμό
και κάθε βράδυ ανεβαίναμε αγκαλιά στην ταράτσα, με τα πόδια γυμνά, να σε ταΐσω αστέρια.
Εκεί ξεκινούσες να τραγουδάς σιγανά,
κρατώντας με απ' τη μέση. Δεν είχαν σημασία τα λόγια, ποτέ δεν έχουν σημασία τα
λόγια. Μόνο εκείνο το σχοινί, που το πιάναμε καθώς οι νότες ξεπηδούσαν, για να συρθούμε
μετά τα μεσάνυχτα στα άδεια σοκάκια. Ήταν τότε που κατάλαβα πως σ΄ αγαπώ, για όλα
εκείνα που μπορούμε και βλέπουμε μαζί, ακόμη κι όταν είσαι χιλιόμετρα μακριά μου.
//Τώρα θα σου πάρω δώρο έναν δρυοκολάπτη,
να σκαλίζει τα δέντρα στον κήπο σου, σε σχήματα απροσάρμοστα, όμοια μ΄ εμένα.//
Πρέπει να συνηθίσω τη ζωή μου. Πρέπει
να συνηθίσω το τόσο μαζί χωριστά. Μου λες πως όσα ζούμε αληθινά δεν έχουν όραση,
σου λέω πως όσα δεν έχουν όραση, έχουν αφή για να ζουν. Δέκα σκλαβιές κι ένα φτου
ξελευθερία και σε περιμένω να πεις "όχι για σένα", βάζοντας ερμητικά τον
φελλό στο μπουκάλι και μέσα στις φωτεινές αντανακλάσεις του, εγώ ν' αναρωτιέμαι,
αν θα μπορέσουμε ποτέ να ζήσουμε οικειοθελώς ερωτευμένα τυφλοί,
αγνοώντας όσα οι άλλοι πλάθουν για
εμάς.
Ζούμε τον έρωτα στα χρόνια τα δικά
σου και τα δικά μου, στα χρόνια τα δικά μας,
αρκεί έρωτας να 'ναι.
Σαστισμένες νύχτες σε παράφορα συναισθήματα.
Δείξε μου την έξοδο,
να την καταστρέψω κι αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου