Μεσημέρι και πεινούσαν, εκείνη έβλεπε το κάστρο, επίμονα το κάστρο και ήθελε να χανόταν, του το 'χε πει "πάω μόνη μου, τρέχω, άξαφνα σταματάω, η βοή της σιωπής, ο ουρανός, βάζω τις φωνές, μου απαντάει η ηχώ (ή μήπως είναι η φωνή μου που κοροϊδεύει;) Γυρίζω νύχτα κατάκοπη, με βασανίζουν χιλιάδες ερωτηματικά, δε μιλάω, περπατάω μόνη, οι άλλοι μένουν πίσω πολύ, δεν ξέρω πως να στο πω, μιλάω μαζί σου, χωρίς ποτέ να σ' έχω, χωρίς ποτέ να σ' το 'χω πει, σου μιλάω"
Καιρό τώρα του μιλάει μ' ένα γράμμα, με μια χαμένη ευκαιρία, μ' ένα φόβο μήπως διαλυθεί το πρόσωπό του σ' αυτή την απόσταση. Ακούει τη φωνή του από τότε, παλιά, όταν μιλούσαν, θέλει να πει, μονολογούσαν. Με δυο μονολόγους έφτιαχναν ένα διάλογο-επικίνδυνο παιχνίδι αλλά ωραίο. Έμοιαζε πολύ με το θέατρο που έπαιζαν πίσω από την κλειστή κουρτίνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου