Το ένιωσες κι εσύ. Στον χθεσινό μας ύπνο βαδίζαμε μαζί,
πιασμένοι απ' το χέρι, χιλιόμετρα μακριά ο ένας απ' τον άλλο, με μια νύχτα και
δυο θάλασσες ανάμεσα, ανέμους που δεν ακούστηκαν κι ένα δωδεκάθεο να μας
προστατεύει με μένος από ένα επίγειο πάθος.
Έτσι καταφέρνουν και φυτρώνουν αχινοί στον ουρανίσκο και
κολυμπούν σ' ένα στερέωμα από αστερίες στα μάτια. Αδικία στην τρικυμία, φόβος
πνιγμού ή βροχής και οι παρείσακτοι να γνέφουν στο μώλο με μια βιασύνη
καταστροφής στο βλέμμα.
Η αδημονία έχει περίγραμμα στο χθες και ο χρόνος
συμπυκνώθηκε σε μια μέρα, όταν το χέρι σου αφαίρεσε τον κόσμο μου. Η σκέψη
στάζει τρυφεράδα, ανώνυμα βρεφική, ανώριμα γεννημένη, μακριά από επιφάσεις.
Κλεινόμαστε σιγανά, άλαλοι κι ολοκαίνουριοι στον κοινό μας
πυρήνα. Χρυσαλλίδες ζευγαρωμένες, διανυκτερεύουμε μόνο μέσα σε ότι συνιστά ζωή,
χρόνια μακριά από τη λάμψη της λάμας, μ' ένα ανθρώπινο πάθος ν' αποταμιεύει όσα
με λόγια δεν θα ειπωθούν ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου