Είδε την σκηνή όπως θα ήταν στην πραγματικότητα- την είδε
ολόκληρη σε ασπρόμαυρο φιλμ- το φιλμ προβαλλόταν στον απέναντι τοίχο στην
κρεβατοκάμαρά της όπου αυτή άλλαζε σχήμα, άλλαζε μορφή κι έμεναν μόνο γνωστά τα
μάτια και τα χείλη της. Δεν είχε τίτλους, μόνο εικόνα, ασπρόμαυρη σκληρή εικόνα
και οι κινήσεις νωθρές και συγχρόνως τελεσίδικες: γελάει καταπάνω του, όχι, δε
γελάει πονάει από τις λέξεις που της πετά αυτός στα μάτια, μαύρο αίμα, που την
κάνουν κάθε βράδυ να ονειρεύεται το αλλιώς και το αλλού και κάθε πρωί να ξυπνά
σε μια αλλόκοτη πραγματικότητα. Το μοναδικό άσπρο που μπορεί ν' ακούσει είναι
το στόμα του, απ' όπου αναβλύζει νερό και γέλιο, ή κάτι τέτοιο που την πονά κι
αυτό στα μάτια. Δε μιλούν.. Οι λέξεις είναι μαύρο στο μαύρο και πήζουν στο
κενό. Γίνονται μικρές κουκίδες από σκληρό μέταλλο ή πέτρα, ακανόνιστο σχήμα και
αγκαθωτό, πονάνε στο δέρμα: "θα σου τηλεφωνώ εγώ"
Σα να μην έγινε τίποτε θα σηκωθεί να βάψει τα χείλη της κόκκινα. Ίσως να του άρεσε να την φωτογραφίζει όταν βάφει τα χείλη και
τα ματοτσίνορά της, δεν έχει ιδέα γιατί, δεν ξέρει τι τον εμπνέει να το κάνει.
Κι αυτή φχαριστιέται. Και δήθεν αδιαφορεί. Και δήθεν δε γελάει. Και δήθεν δεν
κοιτάει. Και μέσα της στάζει ως το πάτωμα
Κι αυτός δήθεν δεν το ξέρει. Και μετά, σα να μην έγινε τίποτα, τον ρωτά
πως πίνει τον καφέ του.
Θα της λείψει πάλι κι αυτή τη μέρα. Το ξέρει κι αφήνει
επίτηδες υγρές πατημασιές στα πλακάκια καθώς βγαίνει απ' το μπάνιο. Μήπως και
καταφέρει αυτός να τη βρει ακολουθώντας τα ίχνη.
Μήπως καταλάβει πως...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου