Δεν είχανε σκεφτεί ποτέ πως θα 'πρεπε να 'ναι ένα πάθος -
ένα "ολέθριο" πάθος, όπως το χαρακτήριζε αδίστακτα εκείνος.
Είχε μιαν αδιόρατη αίσθηση πάντα, πως η ζωή τον ξεπερνούσε
- βιαζόταν, αγωνιζόταν να φτάσει, να νιώσει ελεύθερος, πάνω και πέρα απ' το
σήμερα, το στενό, φτωχό σε ορίζοντες "σήμερα". Έπαιρνε απ' τη ζωή
ό,τι του 'δινε - είχε έναν ολότελα δικό του τρόπο να τα περνάει όλα απο μέσα
του, να τα ξεδιαλέγει, με μιαν εκλεκτικότητα ως την εξιδανίκευση. Να φυλάει,
ύστερα, όσα ήθελε, όσα ακριβώς χρειαζόταν, με μιαν ευλάβεια ως τη θρησκεία,
μέχρι την έξαρση. Γύρω του περίσσευαν τα άχρηστα, χωρίς νόημα και ουσία "χτες",
οι σπαταλημένες στην καθημερινότητα μέρες, τα χαμένα βράδια. Δεν κρατούσε
τίποτα αλότελα δικό του, έδινε άπληστα, μ' έναν τρόπο αβίαστο, παράξενο,
ολόκληρο.
Ήταν βέβαια και οι Στιγμές, που κρατούσαν όλο τους το νόημα
- μιαν αίγλη περίεργη, σαν από φωτεινά βράδια και μελιά απομεσήμερα, από όνειρο
και αλήθεια μπλεγμένα μαζί. Κάτι Στιγμές, όπως εκείνες, οι δικές τους. Δεν
σκέφτηκαν ποτέ το πάθος - ήταν μια έννοια ξένη, έξω από εκείνους. Οι Στιγμές
έπρεπε να γίνουν πολλές για να το νιώσουνε.
Τότε ήταν που εκείνη τρόμαξε. Τα μάτια της πετάρισαν
αλαφιασμένα, γύρεψαν το βλέμμα του, να ρωτήσουν: "Κι ύστερα; ..." κι
οι άκριες απ' τα δάχτυλα καίγονταν, έναν αλλόκοτο, γήινο πυρετό του μεσημεριού.
Ο φόβος τρυπώνει από κάτι τέτοιες ρωγμές, μια σπασμένη νότα
στη φωνή, ένας δακρυσμένος σπασμός στα μάτια, στα χέρια ανίδεα, αβέβαια
δάχτυλα. Χώνεται μέσα μας, ελίσσεται με μια ταχύτητα εκπληκτική, απροσδόκητη -
τίποτα δεν την προμηνούσε, μήτε μια υποψία σκιάς στο πρόσωπο, στο γέλιο. Φτάνει
μέχρι το κόκαλο, χύνεται στο αίμα, σκορπιέται, ανακατώνεται χαιρέκακα μ' αυτό -
ο φόβος, με την όποια μορφή, με το όποιο όνομα, με τις όποιες προεκτάσεις.
Φοβάσαι τη νύχτα, τον εαυτό σου, το "αύριο", λες, "τώρα, όπου να
'ναι, θα 'ρθει το τέλος". Και δεν το χωράει το μυαλό σου- λες,
"τέλος" κι έχεις την ίδια έκφραση που είχες όταν έλεγες
"θάνατος" και δεν το πίστευες, βέβαια, ποτέ. Δεν πιστεύουμε ποτέ κάτι
που δεν μας έτυχε, δεν μας έγινε βίωμα, δεν μας άφησε μια προσωπική εμπειρία.
Εκείνοι, είχαν και οι δυο τους τον όμοιο φόβο - έναν φόβο ανεξέλεγκτο, για το
"τέλος", για το θάνατο. Τίποτα σίγουρο, βέβαια, τίποτα που να τους
χαλάει την χαρά, ωστόσο, πάντα φόβος.
Δεν είχανε σκεφτεί ποτέ πως θα 'πρεπε να ήταν ένα
"πάθος". Εκείνη πίστευε πως θα 'μοιαζε κάπως με την θάλασσα στις
χειμωνιάτικες νύχτες, ή με τους ανέμους της ερήμου, ή πιο σίγουρα μ' ένα
βαθύσκιωτο, σκοτεινό δάσος: Να σου πνίγει την ανάσα, να σου λύνει τους αρμούς,
τα νεύρα, να σε αφανίζει. Όταν του το είπε μια μέρα, εκείνος, έγινε σκεφτικός,
πολύ σκεφτικός και δεν της αποκρίθηκε τίποτα. Τυχαία, μιαν άλλη φορά τα είπε
"ολέθρια" αυτά τα πάθη, με μια πίκρα ακατανόητη στη φωνή και δεν
ήθελε να ξαναμιλήσουνε γι' αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου