Συμφωνήσαμε πως θα ήταν όμορφη μια εκδρομή μαζί, μέσα σε
λίγες ώρες διαδρομή, μέσα σε μήνες δρόμου, χωρίς βιασύνη, με τα χέρια γεμάτα
χαρτάκια να γράφουμε στίχους και σημειώματα ο ένας στον άλλο τις ώρες εκείνες
που φτωχαίνει η λαλιά και φράζει ο κόμπος το λαιμό, με μια θάλασσα στο βάθος να
φωνάζει πως αντέχει πια να κουβαλήσει τη μολυβένια ψυχή μας και μαζί τα πιο
βαριά όνειρα, αυτά που λαχταρούν να πετάξουν χωρίς διαβατήριο, με μόνο
εισιτήριο δυο κατακόκκινες παπαρούνες και τα φτερά των γρύλων του καλοκαιριού
που μας περιμένει, σταγόνες μπλε για λεκέδες
ανεξίτηλους, κρεμασμένους έξω από πόρτες κυκλαδίτικες, που δεν βρήκαν
στεριά ακόμη, μα μόνο λιακάδα κι ένα δρόμο φιδωτό, ανάμεσα σε μαχαίρι και
ψαλίδι, ανάμεσα σε στεφάνια από ασφόδελους και θυμάρι.
Επείγει εκείνο το τυρκουάζ, επείγει η βάρκα με το φωτάκι
στο ιστίο, σημάδι στον προορισμό μας και άλλα τέτοια ελάχιστα επείγουν,
αναγκαία για ν΄ αχρηστέψουν τους κανόνες τόσο ώστε να μάθουμε τελικά πόσο
πολύτιμη είναι η καρδιά, ακόμη κι όταν είμαστε ανίκανοι να την κατευθύνουμε
εκεί που λαχταράμε-ειδικά τότε- όταν οι μέρες ανταμώνουν με νύχτες γραμμένες σε
δίστιχα, κάποιες φορές δύστυχα, αποδείξεις από μοναδικές αγρύπνιες αφιερωμένες
σ' εμάς, που βαφτίζουμε φεγγαρόφωτοι τις μοίρες μας, Κλωθώ για τον ορίζοντα που
κλείνει τα όνειρά μας μ' ένα φως στη γωνιά, να τρομάζει τις σκιές που περπατούν
στο δάπεδο ανάμεσά μας, εκεί που γυροφέρνουν τα χνάρια μας κι ακολουθούμε λες
αγκαλιασμένοι και διάφανοι.
Ο πίνακας του Κώστα Κουκουζέλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου