Άδεια μεγάλη πλατεία, ώρα δώδεκα τη νύχτα, εκείνος περίμενε στο πλοίο, "αντίο" της είπε κι εκείνη είχε λύσει τα μαλλιά της και τον τύλιξε μ' αυτά, "μείνε" του είπε και γονάτισε χάμω στις πλάκες, γύρω γύρω σπίτια κλειστά κι ένα μεγάλο καμπαναριό, "πρέπει να φύγω" ή κάτι τέτοιο ψιθύρισε σπρώχνοντάς την κι εκείνη έβγαλε τα ρούχα της εκεί στη μέση της άδειας πλατείας, ώρα δώδεκα τη νύχτα και χειμώνας, "τρελάθηκες;" τρόμαξε κείνος και κείνη πήρε το χέρι του και το πέρασε μαλακά πάνω στο γυμνό κορμί της, "θέλω να μείνεις". Ζεστάθηκε το χέρι του απ' το γυμνό μες στο κρύο κορμί, "μη φύγεις" κι η θάλασσα δυο βήματα μακριά, το πλοίο του άναβε το φως να βλέπει εκείνος.
Την έσπρωξε μακριά και χίμηξε στον άδειο δρόμο για το λιμάνι "δεν μπορώ άλλο" φώναξε,"δεν μπορώ άλλο".
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο καθώς ξεμάκραινε απ' το νησί "θέλω να με πιστέψεις" και κοιτούσε έξω τη νύχτα, "θέλω να με πιστέψεις, προσπάθησα.."

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου