Θα είσαι εδώ. Σε κάποια απ' τις σελίδες θα πέσω πάνω σου καθώς φυλλομετρώ.
Θα βγεις να κάτσεις πλάι μου, να κάνουμε πως διαβάζουμε, πάνω στην στέγη σαν το βιολιστή, κουκουλωμένοι κάτω απ' την ίδια κουβέρτα. Μισή μισή η ζωή μας, να κάνει μια ολόκληρη.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τα πριν. Σαν η ζέστη τους να έχει παλιώσει πια στη ασφυξία του χειμώνα
Θα βγεις να κάτσεις πλάι μου, να κάνουμε πως διαβάζουμε, πάνω στην στέγη σαν το βιολιστή, κουκουλωμένοι κάτω απ' την ίδια κουβέρτα. Μισή μισή η ζωή μας, να κάνει μια ολόκληρη.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τα πριν. Σαν η ζέστη τους να έχει παλιώσει πια στη ασφυξία του χειμώνα
που έρχεται, στο δρόμο προς το ορεινό καταφύγιο, κάπου στις 20000 λεύγες κάτω από την θάλασσα-γιατί ποτέ δε σε ρώτησα αν μικρός ταξίδευες με τον Βερν- 80 μέρες, 80 ώρες,
όταν σε μια καλοκαιρινή βραδιά άκουγες μακριά τους διαλόγους του θερινού σινεμά και μονολογούσες σε διαφορετικές χροιές
για να ζωντανέψεις όλο το έργο.
Φορώ το βραχιόλι της μνήμης. Αυτό που κουβαλά παιδικές αυλές, αθώα φιλιά, ξύλα για προσάναμμα και ζεστά νερά με σαπούνια για επίλογο. Τα αθώα, που ζουν ακόμη κάτω από κισσούς και λεμονιές, γιατί η άνοιξη έχει διαφορετική μυρωδιά σε κάθε τόπο και στο δικό μου μυρίζει λεμονιά, πορτοκαλιά και άλλα εσπεριδοειδή που μικρά τα βάζαμε αγίνωτα στο στόμα-πικρό-ξινό-στυφό- κι όμως περίεργα ηδονικό, τόσο που χρειαζόταν η επόμενη δοκιμή για να μας πείσει.
Στη βεράντα σου φυσούσε τα βράδια; Πριν σε κοιτάξω εννοώ, θα μου δώσεις τις εικόνες σου, να τις ανακατέψω μέσα μου με χρώμα κι ένα αμφίβολο ερωτηματικό;
Παράξενος που είσαι...Βραδιάζεις μέσα στο μυαλό μου για ν' ανατείλεις το επόμενο λεπτό μέσα στις δυο επόμενες σελίδες, σ' ένα παραμύθι που διαβάζω πριν κοιμηθώ πάνω στις πέτρες της ψυχής μου, δίπλα στη μυρωδιά σου που την αναγνωρίζω ακόμη και χωρίς ν' ανοίγω τα μάτια, δίπλα στην υγρασία σου που με κρατά ζωντανή για να σε φτάνω και να με φτάνεις και να φτάνουμε τελικά μαζί, σε κάτι σαν παράδεισο που βουτάς για να πιεις και σκαρφαλώνεις για ν' ανέβεις σ' εκείνη ακριβώς την κορυφή που το παιδί μέσα σου ποθούσε, όμως εσύ δεν τόλμησες ποτέ.
Τι θέλεις τώρα; Εμένα μου φτάνει ένα σεντόνι μοιρασμένο στα δυο, ο παλμός των φωνητικών χορδών στην κορύφωση κι εσύ χωρίς ιστία, χωρίς πηδάλια, μόνο με ιστορίες για βόλτες και καρίνες τρυπημένες και προσκλήσεις για γύρους της ζωής, ακατέβατους ιλίγγους. Έτσι παράτολμα, γιατί ποτέ δε ζήτησα να γίνει κάτι κανονικά και από χθες λέω μόνο την αλήθεια.
για να ζωντανέψεις όλο το έργο.
Φορώ το βραχιόλι της μνήμης. Αυτό που κουβαλά παιδικές αυλές, αθώα φιλιά, ξύλα για προσάναμμα και ζεστά νερά με σαπούνια για επίλογο. Τα αθώα, που ζουν ακόμη κάτω από κισσούς και λεμονιές, γιατί η άνοιξη έχει διαφορετική μυρωδιά σε κάθε τόπο και στο δικό μου μυρίζει λεμονιά, πορτοκαλιά και άλλα εσπεριδοειδή που μικρά τα βάζαμε αγίνωτα στο στόμα-πικρό-ξινό-στυφό- κι όμως περίεργα ηδονικό, τόσο που χρειαζόταν η επόμενη δοκιμή για να μας πείσει.
Στη βεράντα σου φυσούσε τα βράδια; Πριν σε κοιτάξω εννοώ, θα μου δώσεις τις εικόνες σου, να τις ανακατέψω μέσα μου με χρώμα κι ένα αμφίβολο ερωτηματικό;
Παράξενος που είσαι...Βραδιάζεις μέσα στο μυαλό μου για ν' ανατείλεις το επόμενο λεπτό μέσα στις δυο επόμενες σελίδες, σ' ένα παραμύθι που διαβάζω πριν κοιμηθώ πάνω στις πέτρες της ψυχής μου, δίπλα στη μυρωδιά σου που την αναγνωρίζω ακόμη και χωρίς ν' ανοίγω τα μάτια, δίπλα στην υγρασία σου που με κρατά ζωντανή για να σε φτάνω και να με φτάνεις και να φτάνουμε τελικά μαζί, σε κάτι σαν παράδεισο που βουτάς για να πιεις και σκαρφαλώνεις για ν' ανέβεις σ' εκείνη ακριβώς την κορυφή που το παιδί μέσα σου ποθούσε, όμως εσύ δεν τόλμησες ποτέ.
Τι θέλεις τώρα; Εμένα μου φτάνει ένα σεντόνι μοιρασμένο στα δυο, ο παλμός των φωνητικών χορδών στην κορύφωση κι εσύ χωρίς ιστία, χωρίς πηδάλια, μόνο με ιστορίες για βόλτες και καρίνες τρυπημένες και προσκλήσεις για γύρους της ζωής, ακατέβατους ιλίγγους. Έτσι παράτολμα, γιατί ποτέ δε ζήτησα να γίνει κάτι κανονικά και από χθες λέω μόνο την αλήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου