Κατέβαιναν από νωρίς κάθε απόγευμα στο λιμάνι, με μια περίεργη ανάγκη να διαλαλήσουν τη χαρά τους. Μια χαρά σχεδόν άγρια στην πληρότητά της, πιο πολύ γιατί εκεί ακριβώς, μπροστά στα καράβια που σε λίγο θα 'φευγαν ένιωθαν εκείνοι ακόμη πιο δυνατοί. Κυρίαρχοι κι άτρεμοι.
Έστεκαν προκλητικά ευτυχισμένοι, πλάι σ' εκείνους που σώπαιναν κουνώντας μαντήλια και πνίγοντας την ερημιά τους σε μια αμφίβολη ελπίδα-έστεκαν πλάι τους κι έσφιγγαν επίμονα, σπαρακτικά τα χέρια τους, ως τον πόνο. Ύστερα, ξαφνικά, χωρίς καθόλου να το περιμένουνε κι οι ίδιοι, αγκαλιάζονταν σφιχτά, παράφορα και γελούσαν.
Πως το θυμάται τώρα εκείνη, τούτο το γέλιο τους- είχε στα χείλια τη γέψη της θάλασσας για πολλή ώρα και στα μάτια της χόρευαν χρώματα από σπασμένα μπαλόνια κι ήταν πάνω από τη δύναμή της τούτη η ανάγκη της να φωνάξει δυνατά στα καράβια που φεύγανε:
"Ε, σεις που κλαίτε..υπάρχει χαρά στη ζωή..υπάρχει σας λέω"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου