Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012










Κάποια στιγμή δε θα θέλεις να έρχεσαι εδώ κοντά μου, του είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Πάνε μήνες που τον αγκάλιαζε από μακριά όμως αυτός-περίεργο- ήταν πάντα δίπλα της. Όταν κοιμόταν, όταν ξυπνούσε, όταν χάιδευε τα παιδιά της, όταν του έγραφε και όταν κούρνιαζε τελικά στην αγκαλιά του
 -έπρεπε να είχε πιο πολύ θάρρος, να του έδειχνε πόσο τον ήθελε και όχι να του το λέει από απόσταση μετά- 
Του χαμογέλασε και τον πλησίασε να τον αγκαλιάσει. Ήταν καθισμένος στην απέναντι πολυθρόνα μ’ εκείνο το βλέμμα που αυτή λάτρευε, μισόκλειστο, σα να την άκουγε καλύτερα χωρίς εικόνες. 
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μοιράζεσαι την ίδια ζωή. Ακόμη και από διαφορετικά δωμάτια, δρόμους, 

σπίτια ή πόλεις. Το είχαν καταλάβει κι οι δυο. Καμία βαλίτσα δεν χωρούσε τη έλλειψη, γεμάτη από το 


κοινό γέλιο, πειράγματα, ίσως κι απ΄ τη δική της ζήλια που παραδεχόταν. Όλα της άρεσαν πάνω του. 
Αυτό σκεφτόταν καθώς τον κοιτούσε και καθώς τον σκεφτόταν από μακριά. 

{-Πως μπόρεσε να κρατήσει τα χέρια της μακριά του; -Να παραμέριζε αυτός τα μαλλιά της να την φιλήσει στο πίσω μέρος του λαιμού -Να συναντιόνταν ξανά σε λίγο-} 

Σιγοτραγουδά μέσα της και δεν μπορεί ν’ ακούσει τίποτε άλλο. Ανυπομονεί.
Μέχρι ν’ αγγιχτούν ξανά θα κουβαλά ένα αναστατωμένο ουράνιο τόξο.
Μέχρι να ξαπλώσει πάνω της για να καλύψει όλους τους πόρους του κορμιού της.
Η θέρμη του κορμιού του που λαχταρά, της είναι αρκετή κι αυτή το υπόσχεται,
θ’ απορροφήσει κάθε σταγόνα του.































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου