Έμενε πλάι της έτσι, χωρίς να μιλάει και την κοιτούσε. Σιγά σιγά, οι άξαφνες αλλαγές στο χρόνο κι οι εποχές που διαδέχονταν τόσο αφύσικα η μία την άλλη, του γίνανε συνήθεια και τις ξέχασε. Έβρισκε άσχετο και κοινό τον συσχετισμό του τοπίου με το κονσέρτο του Ραχμάνινοφ, τόσο που ένιωθε την ανάγκη να το τραγουδήσει δυνατά εκείνο το κομμάτι και να 'ναι εκείνη πλάι του, με την πορσελάνη της θαμπή, κόντρα στον ήλιο του απογεύματος που τελείωνε. Σίγουρα, τον είχε απασχολήσει πολύ τον τελευταίο καιρό, αυτή η ανόητη λεπτομέρεια με το δέρμα της. Της το 'πε κιόλας μια μέρα που την κράτησε δυνατά μέσα στα χέρια του κι εκείνη πόνεσε κι έκανε σαν παιδί που φοβάται τις αστραπές.
"Όχι δεν είσαι γυάλινη!" Κι ήτανε έκπληκτη η φωνή του και τα μάτια του σκοτεινά, κι η γυμνή της σάρκα ζεσταινόταν όλο και πιο πολύ.
"Όχι, δεν είσαι γυάλινη!" Και μετά, συνήθισε σιγά σιγά στην ιδέα και του άρεσε, ναι, πολύ του άρεσε που ζεσταινόταν έτσι η σάρκα της δίπλα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου