Τη γνώριζε. Έμενε στ' αντικρινό σπίτι. Ένα σπίτι με μεγάλα παράθυρα. Ψηλά. Έμεναν όλη τη μέρα κλειστά. Άνοιγαν τη νύχτα. Έβλεπε 'κείνη κρυφά. Το πρόσωπο της γυναίκας στο μεγάλο σκοτεινό κάδρο. Στο ανοιχτό παράθυρο τις νύχτες. Ώρες ακίνητη. Και μετά άρχιζε 'κείνο το τραγούδι. Άξαφνα. Τραγουδούσε όμορφα. Φωνή βραχνή, σπασμένη, μεταχειρισμένη άτσαλα. Τραγουδούσε. Άγνωστο τραγούδι. Τα λόγια παράξενα. Δεν τα καταλάβαινε. Κάτι για λησμονιά και για λιμάνια έλεγε. Στο τέλος έβαζε τα γέλια. Τραβούσε τα μαλλιά της και γελούσε. Άγριο γέλιο, σπασμένο κι αυτό. Σαν τη φωνή της. Βραχνό. Γελούσε ώρα. Φάτσα στη νύχτα. Στο κενό. Στο σκοτάδι.
/Κλαίει. Σου λέω την είδα. Κλαίει/
Δεν είπε ποτέ τίποτα σε κανέναν για τούτη τη γυναίκα. Είχε μάθει το τραγούδι απ'έξω, με όλα τα λόγια του σωστά
/Λιμάνι βρήκε η λησμονιά/
Μια φορά την είχε δει από κοντά. Μαλλιά άσπρα και μάτια παιδικά. Χέρια άσπρα πολύ. Σαν τα μαλλιά.
/Σε ξέρω, της είχε πει./
/Δε φοβάσαι μην κολλήσεις/
Την αρρώστια τη λέγανε λύπη και τ' όνομα της γυναίκας ήταν το ίδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου