με την πρώτη βουτιά ένας ολόκληρος υποβρύχιος κόσμος μπλέχτηκε στα πόδια μας
βρύα, φύκια και σαλάχια, μαζί με πολύχρωμα θανατηφόρα ψάρια/
με τα καλάμια φτιάξαμε καλύβα στην άμμο
σ' άρεσε να καπνίζεις στην στέγη
βασιλιάς του πελάγους
και μετά να πετάς, ένα γύρο στο νησί /το δικό μας/
απ' το σώμα σου πέφταν γαλάζια κοχύλια στο νερό
για λίγο κολυμπούσαν στον αφρό
και μετά, κρατώντας την ανάσα, βουτούσαν σε μια πτυχή αλμύρας/
σου φώναζα, να μην ανεβαίνεις τόσο ψηλά
και να μην κοιτάς τις μέρες που πέρασαν στο βάθος
Άκου τώρα
στο δρόμο μας σεργιανάει ένα μαντήλι
ζωγραφισμένη πάνω του λευκή βουλιαγμένη πολιτεία
ένα λευκό μαντήλι
σκισμένο από μαχαίρια και λόγχες κι ένα σπαθί
ξυστά στην καρδιά
εκεί που μια άρπα παίζει από μόνη της
/όσα ξέρεις/
καθώς υψώνω λέξεις βουβές προς εσένα
αν μείνουμε ασάλευτοι μπορεί να την ακούσουμε
σε λίγο ξημερώνει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου