Σε όσα μου έγραφες εκείνο τον Αύγουστο, έλεγες πως προσπαθούσες να με καταλάβεις ,πίσω από λέξεις που δεν είπαμε. Εγώ πάλι σκεφτόμουν το μυθιστορηματικό αντάμωμα και πως ναι μεν μ' αιχμαλώτιζες, όμως ποτέ δεν είχα επιθυμήσει περισσότερο την σκλαβιά, τόσο που ούτε το χέρι δεν άπλωσα έξω από τα κάγκελα, μη βρει πάλι την χρόνια ένδεια, την χωρίς αφή.
Βρήκαμε έναν κώδικα ξεχασμένο, μέσα σε παραδοξολογίες, συμπτώσεις και ομολογούμενα μεταφυσικά. Πίστεψα πως οι ερωτευμένες γυναίκες γητεύουν, με τη συνδρομή μιας αμφίδρομης μαγείας, την ιερή νόσο που προστάζει τη ζωή τους, χωρίς να νοιάζονται αν τελικά θα μεταμόρφωναν τον κόσμο ολόκληρο, μ' αυτή τους τη δύναμη, ή μοναχά όσους βρίσκονται ένα μέτρο παραπέρα. Σημασία έχει η εκπόρευση, να είναι πράγματι από τα σωθικά, σα στεναγμός.
/Τα βράδια μπαλώνω τα σύννεφα, να κρύβουν τη σελήνη, μη σε ξυπνήσει. Πόσο σε ποθώ! Και πόσο με τρομάζει ακόμη και να το βλέπω γραμμένο. /
Μια μέρα έπιασα τον εαυτό μου να χώνει τα δάχτυλα κάτω από την πόρτα, ν' ανοίξει περισσότερο την χαραμάδα.
/Τι διαφορά έχει το "νιώθω" απ' το "είμαι"?/
Όμως όσα νιώθω και όσα είμαι διατρέχουν τη ραχοκοκαλιά μου, μπλέκονται κάπου εκεί στους σπονδύλους του θώρακα και χαλκεύουν κάθε ερώτημα.
Μόνο απαντήσεις από δω και μπρός
Που δεν χρειάζονται καν
Δική Σου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου