Κυκλοφορεί κάτι κρυστάλλινο ανάμεσά τους απόψε, ξηρό και αγνό και η θάλασσα που ακούγεται πέρα, παγωμένη ακόμη απ΄τα χιόνια που λιώνουν μέσα της, μαυρίζει και θυμίζει τεράστια λίμνη, έναν οφθαλμό του σύμπαντος κόσμου, που έπεσε από τα ύψη του κατάχαμα, πίσω από το νησί. Αισθάνεται ανατριχίλα ξαφνικά, ένα ρίγος μέχρι τον αυχένα και γυρνά να ξαπλώσει και να ζεσταθεί πλάι του.
Στο τζάμι χτυπά το κλαδί της κερασιάς. "Θα το κόψω το κλαδί αυτό αύριο", της ψιθυρίζει, "να μη σε τρομάζει". "Μ' αρέσει να τ' ακούω, μην το πειράξεις σε παρακαλώ". Ψιθυρίζουν κι οι δυο τους για να έρθουν πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Είναι ήδη πολύ μαζί, πολύ κοντά, γι' αυτό ψιθυρίζουν. Φωνάζουν δυο άνθρωποι που είναι απομακρυσμένοι, φωνάζουν όλο και δυνατότερα μπας και ακουστούν, από απελπισία. Η γλώσσα του αληθινού έρωτα είναι ο ψίθυρος, οι θερμές σιωπές, τα βουβά χάδια. Ο άνεμος τους ταιριάζει. Ο άνεμος που έρχεται από εκεί που κανείς νους δε φτάνει, που πάει όπου κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, τυλίγει τη σκεπή τους, σκοινί ή πέπλα και μια τεράστια κορδέλα από άγριο μετάξι.
Είναι ευτυχισμένη. Όσο ευτυχισμένη είναι μια γυναίκα που μπορεί να γεννηθεί αληθινή, φυσική μέσα από τη μοναξιά, από τα συντρίμμια μιας ορφανής ιστορίας και ανταμώνει τον αληθινό άντρα. Όσο μια υγρή θηλυκότητα, που στην κατηφόρα της ανακάλυψε τη ροή της, τη ροπή που την επιστρέφει στην πηγή και ολοκληρώνει τον παθιασμένο κύκλο της αναζήτησης.
Ναι, είναι σπουδαία η αναζήτηση, μα ο Παράδεισος είναι στην εύρεση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου