Παρασκευή 13 Απριλίου 2012







Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, καθυστερώντας που και που μοναχά μπροστά στο παράθυρο. Θα ήθελε να ήταν κοντά του, αυτό σκεφτόταν και η προσδοκία να τον δει, έστω και στο πρόσωπο κάποιου άλλου που περνούσε τυχαία, όλο και μεγάλωνε. Θα 'θελε να ΄ταν κοντά του, σ΄αυτόν που έγινε έξαφνα προσδοκία ζωής και χαράς τόσης. Ένιωθε μετά από πολύ καιρό ευτυχισμένη, μέσα σε μια πραγματικότητα που έγινε δικαίωμα όταν τον ακούμπησε και ένιωσε πως "αυτός" ήταν. Ό,τι είχε θελήσει. 
Την γνώρισε άραγε ποτέ κανείς περισσότερο από αυτό το παράξενο πλάσμα, που βούτηξε μέσα της με τέτοια φυσικότητα, κανείς απ΄όσους αγκάλιασε, απ΄όσους νόμισε πως ερωτεύτηκε? και τώρα στέκεται μαγεμένη στο παράθυρο, γιατί τον κουβαλά στα έγκατά της, διώχνοντας τη θεατρίνα που την στοίχειωνε, την ηρωίδα που πάσχιζε να παραστήσει.
Καλοτάξιδο σκαρί κι αν άργησε πάτησε σε κάθε άκρη του λιμανιού της, σε κάθε κομμάτι πάνω της. Την ανακάλυψε κι αυτή δεν πάλεψε, δεν αντιστάθηκε. Έλιωσε κάθε οχύρωμα σε μια θυσία στον ουρανό, μαζί με τα ντουφέκια και τα πολυβόλα της. Θα ρίξει και τις άγκυρες στη φωτιά. 
Τώρα που καίγονται, να φύγουνε μαζί.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου