Σάββατο 7 Απριλίου 2012

μίλα...









Σταμάτησε να της μιλά. Περπατά δίπλα της κλωτσώντας αμήχανα ένα άδειο τενεκεδάκι. Όπως έκανε παιδί.Σκύβει να δέσει το κορδόνι του και όταν σηκώνεται ισιώνει την μπλούζα και το γιακά. Δε λέει λέξη. Κοιτά κάτω από το δρόμο, προς τη θάλασσα.Τα βράχια με τους αχινούς που τους έβγαζε μικρός με το σουγιαδάκιτου πατέρα του(αφού ένιωθε βουνίσιος, που βρέθηκε τόση θάλασσα μέσα του;)
Μέχρι πότε θα τον περιμένει άραγε αυτή να μιλήσει; Θα έχει αλλάξει χρώμα η εποχή, ή απλά θα δύει ο ήλιος; Είναι αυτό το άσπρο του καλοκαιριού που τον πονά. Σα να ρουφά όλα τα χρώματα. Τα εξαφανίζει, χορτάρια, σφακές, ασπάλαθους, σπίτια, αγκάθια, δέντρα, ψυχές. Μόνο η θάλασσα μένει. Έτσι εξηγείται.
Ίσως την προτιμούσε να έχει ήδη φύγει. Ν΄ αναμετριόταν, χωρίς να τον αποσπά, με τη δύναμή του. Το βράδυ θα πάλευε να της φτιάξει μια αιώρα με τ΄άστρα. Πλάτη, αστέρια ανώνυμα και φως παρηγορητικό.Μόνο έτσι θα έβρισκε τις λέξεις που θα μπορούσαν ν΄ακουμπήσουν στα χείλη της, πάνω στο πρώτο φίλημα. Γράμματα από βουβά θαλάσσια πλάσματα, που δεν τα ξασπρίζει ο ήλιος. Νυχτερινές αλμυρές προσευχές.
Έτσι, για να μην ξεχαστούν ξανά..



















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου