Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

Το πάτωμα




Ξαπλωμένη από ώρα στο ξύλινο πάτωμα  μ’ ένα κατακόκκινο κραγιόν στα χείλη και το ποτήρι με το  κρασί στο δεξί χέρι, γιορτινή θλίψη, μισομεθυσμένη, κρύβει την ψυχή που αιωρείται . Ανυπόφορες αναφορές λεπτομερειών στο χώρο: μια μουσική που παίζει μέσα στο μυαλό, αλλά έρχεται από την άλλη άκρη της πόλης, ένα ημερολόγιο πεταμένο, γεμάτο μουτζουρωμένες ιστορίες, τα πόδια κολλημένα τώρα στον τοίχο να παγώνουν και ν’ αναγκάζουν το αίμα να κυλήσει εκεί που έμπαινε αυτός μέσα της. Βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα και το παράθυρο ανοιχτό να οδηγεί σε αιθαλομίχλες, πολύβοους δρόμους, πλακάτ, πανηγύρια πυρίτιδας. Κατάληψη κανονική από λέξεις που εισέβαλαν στην ψυχή με ορμή τυφώνα μέσα σε δυο συναντήσεις, τις ανεβάζει τώρα σε γέφυρες, τις κάνει βόλτες σε πλατείες και τις καλοπιάνει για να μην την πονούν. Πρέπει τελικά να τις αφήσει να ζήσουν μέσα στο κεφάλι της, μέχρι να την πείσουν πως όλα είναι διαφορετικά πια και γι’ αυτό δεν υπάρχει εξήγηση, μην ψάχνει για εξηγήσεις κι εκεί στην προσπάθεια να τις στριμώξει, θυμάται τους παιδικούς της ήχους, τα τριξίματα που έκανε το ξύλινο αυτό πάτωμα όταν άνοιγαν το καλοριφέρ, τα βήματα μιας άγρυπνης εφηβείας, τους ήχους της μάνας της, (που είσαι τώρα μαμά?) κι αυτή να γυρνά λασπωμένη, χτυπημένη και ν’ αγαπά να ζωγραφίζει για να λερώσει πιο πολύ χέρια και μυαλό (στο έχω πει άραγε πως ζωγραφίζω?} και τώρα πως διψά στ’ αλήθεια, εδώ ξαπλωμένη κατάχαμα  με μόνο φως αυτό το σκληρό που μπαίνει από το παράθυρο, με μια κουρτίνα να παλεύει να κρατήσει ρυθμό στον αέρα, τα χείλη βαμμένα κατακόκκινα και τον απουσιολόγο να χτυπά την πόρτα








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου