Δεν θυμόταν πότε είχαν έρθει πάλι μαζί εδώ για να την ξεναγήσει αυτός σε χρησμούς, περνώντας από μαντεία στεφανωμένα με δάφνες και γλουτιαία φωνήεντα άγνωστων πλοίων κοντινών διαδρομών. Τώρα αντί για καπνό οσμίζεται μόνο λήθη και πνίγεται στη δουλειά για να προσπαθήσει να καταλάβει αν την θυμάται καθόλου. Το μόνο που της μένει είναι να καταπίνει αμάσητα τα φύλλα , για ώρες.
Απ’ το παράθυρο του εστιατορίου μπορούσε να βλέπει την Ήρα να την κοιτά και με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυά της. Κι έβρεχε πολύ. Κι έπρεπε να κάνει ησυχία για να μπορεί ν’ ακούει τους ξεναγούς των ερειπίων όμως οι θορυβώδεις παρέες με τα μελλοντικά ερωτευμένα ζευγάρια, τους αναπαλαιωμένους συνταξιούχους και τα θρησκευτικά σωματία των βουδιστικών οργανώσεων έκρυβαν τη θέα μέσα από ξιφομαχίες μαχαιροπήρουνων, αβυσσαλέες μερίδες συζητήσεων σε διαφορετικές μεταξύ τους γλώσσες και ανέκδοτα για κλάμματα, ενώ οι σερβοτόρες πηδούσαν με πιρουέτες από τραπέζι σε τραπέζι.
Εκείνος δε φάνηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου