Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015





Νύχτες κλεισμένοι σε τούτο τ’ αμπάρι. Ποτέ δε μάθαμε αν ξημέρωσε. Αν έφτασε κάποιο μεσημέρι, έστω και με συννεφιά. Μόνο ο θόρυβος από τις μηχανές. Μετρούσες τις επαναλήψεις με μια συνέπεια που με τρέλαινε. Νύχτα φορτώσαμε τα υπόλοιπά μας δε δυο ράγες.
 /Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα. Μέρα ή νύχτα;/
Περίμενα τη μέρα, να φωνάξω ένα «φτου ξελευθερία για όλους!» Μέχρι εκεί έφτανε ο ηρωισμός μου. Αυτή είναι η αλήθεια.
Πίναμε νερό βγάζοντας τα κεφάλια στη βροχή.
 /Σιχαίνεσαι κι εσύ τα ποτήρια. Κλείνουν σ’ έναν κύλινδρο, όλη την ελευθερία που τολμά να ξεχυθεί./
Ύστερα ξαπλώναμε έτσι γυμνοί πάνω στη νύχτα. Στόματα σ’ ένα. «¨Έτσι ανασαίνω» μου ΄λεγες, «μόνο με φιλί της ζωής»
Λάθος τίτλοι, ανάποδες επιγραφές στη διαδρομή κι εμείς άυπνοι να στέργουμε ζωή μέσα από δυο στάλες έρωτα.

/Αν αρχίζαμε να κινούμαστε ανάποδα, μπορεί και να είμασταν ευτυχισμένοι! Έχει περάσει ποτέ αυτό απ’ το μυαλό σου;/








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου