Νύχτες
κλεισμένοι σε τούτο τ’ αμπάρι. Ποτέ δε μάθαμε αν ξημέρωσε. Αν έφτασε κάποιο
μεσημέρι, έστω και με συννεφιά. Μόνο ο θόρυβος από τις μηχανές. Μετρούσες τις επαναλήψεις
με μια συνέπεια που με τρέλαινε. Νύχτα φορτώσαμε τα υπόλοιπά μας δε δυο ράγες.
/Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα. Μέρα ή νύχτα;/
Περίμενα
τη μέρα, να φωνάξω ένα «φτου ξελευθερία για όλους!» Μέχρι εκεί έφτανε ο ηρωισμός
μου. Αυτή είναι η αλήθεια.
Πίναμε
νερό βγάζοντας τα κεφάλια στη βροχή.
/Σιχαίνεσαι κι εσύ τα ποτήρια. Κλείνουν σ’ έναν
κύλινδρο, όλη την ελευθερία που τολμά να ξεχυθεί./
Ύστερα ξαπλώναμε
έτσι γυμνοί πάνω στη νύχτα. Στόματα σ’ ένα. «¨Έτσι ανασαίνω» μου ΄λεγες, «μόνο
με φιλί της ζωής»
Λάθος τίτλοι,
ανάποδες επιγραφές στη διαδρομή κι εμείς άυπνοι να στέργουμε ζωή μέσα από δυο
στάλες έρωτα.
/Αν αρχίζαμε
να κινούμαστε ανάποδα, μπορεί και να είμασταν ευτυχισμένοι! Έχει περάσει ποτέ
αυτό απ’ το μυαλό σου;/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου