Και αφού περπατώντας όλο το βράδυ χάσαμε κάθε δρόμο, κατάλαβα πως ποτέ δεν τον χρειαζόμασταν, γιατί είχαμε απ' το πρωί φάει και το τελευταίο ψίχουλο από τους χάρτες-γεωφυσικούς και πολιτικούς- Τότε ήταν που είδα πως μας οδηγούσαν τα χέρια και τα σημάδια σε γαλαξίες, μαζί με ανάσες και άγρια άλογα, μέσα σ' ένα λαβύρινθο, όχι μ΄ομίχλη πια, ξεχάσαμε να την βάλουμε στις τσέπες και κρατούσα σφιχτά κάτι πολύχρωμα κρυσταλλάκια και κρατούσες σφιχτά το χέρι το δικό μου και πηγαίναμε σα να βιαζόμαστε-για που;- και στριμωχτήκαμε μέσα στις μνήμες τις δικές μας, γιατί είναι όμορφα εκεί σου είπα, για να μην παίζουμε πια παράσταση, αλλά ζωή κι ας είναι σπασμένα γυαλιά στα πόδια μας κι ας μην μπορούμε πια να φορέσουμε παπούτσια, γιατί τίποτα δεν πρέπει πια να μας κλείνει εκτός απ΄τα χέρια. Είναι και που γνωριστήκαμε χωρίς κάλτσες, λες και βαρεθήκαμε να φωτογραφίζουμε ερείπια, με το ζόρι διατηρητέα. Την Άνοιξη, ανοίγουμε τα παράθυρα, να φύγει η μυρωδιά. Ακόμη σου έδωσα και το καλειδοσκόπιο, να μαντεύεις τι σχήμα παίρνω για σένα όταν φεύγω από σκέψη και γίνομαι σάρκα και πόθος και γίνεσαι τραγούδι και χαμόγελο, ανάμεσα στις συνέχειες μας, χωρίς κομπάρσους, χωρίς κασκαντέρ, μια και διαλέξαμε να κάνουμε μόνοι μας τις επικίνδυνες σκηνές, ακροβάτες του παραλόγου, σ΄ένα τσίρκο που κάθομαι με τα χέρια στο κεφάλι του ελέφαντα για να σ΄αγγίξω, που αιωρείσαι χωρίς δίχτυ στο απίθανο κενό, χαμογελώντας όπως ποτέ δεν χόρτασα.
Κανένας χρησμός δεν διαψεύστηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου