Απ' το ξημέρωμα η μέρα τρελαμένη, το σπίτι της το ίδιο.
Πατά τα πόδια χορεύοντας στο ρυθμό της λευκής κουρτίνας π' ανεμίζει στο παράθυρο, κόντρα στην ανατολή.
Εκείνος ανακατεύει τα χαρτιά του, ξάγρυπνος. Μυρίζει καφές και νέφτι, ποδοβολητά από λέξεις στο ξύλινο πάτωμα καμένο γάλα και μια πορτοκαλιά να χτυπά τ' ανοιγμένο τζάμι.
Σ' ένα στροβιλισμό της, βάλθηκε ν΄αναποδογυρίζει χρησμούς, να πλένει φεγγάρια.
Φωνάζει στον αραμπά να περιμένει, το κάρο του φορτωμένο πικροδάφνες, ρίκια, ασφόδελους και ροδοπέταλα.
Μυρίζει φωτιά. Ανοίγει τις ντουλάπες και κρεμά κοχύλια κι αστερίες, κάθε που πάει εκείνος ν' ανοίξει, να βλέπει την εικόνα της.
Μπλέκονται τα σύννεφα με τη θάλασσα. Αναρωτιέται αν κολυμπά ή αν πετά.
Ο κόσμος της όλος τούτη η κάμαρα, από τότε που κουνώντας το μαντήλι αποχαιρέτησε τους άλλους-ένα χρόνο πριν-
Τα μεσημέρια κάθεται στην αυλή, χάμω στο σκαλοπάτι με τα τζιτζίκια στην ποδιά της. Ζωγραφίζει ηλιοτρόπια στα φτερά τους κι εκείνα μαγικά γυρνούν στην αντανάκλασή τους. Αρχινά πάλι τον χορό δίχως όνομα.
Αγαπά αυτόν τον άντρα που στέκει ακόμη σκυμμένος στα χαρτιά του.
Τα παιδιά κατρακυλούν απ' την πλαγιά, γελώντας πέφτουν στη θάλασσα και του βρέχουν τα μαλλιά.
Τον σκουπίζει φιλώντας τον. Ξανά και ξανά.
Λοιπόν αυτό είναι η ζωή. Το κατάλαβαν χθες βράδυ, όταν βούλιαζαν στις φαρδιές πτυχές οι δυο τους.
Πίσω από την πόρτα με το ξεχασμένο μαγιάτικο στεφάνι.
Όχι πιο πέρα, ούτε πιο πάνω από τη στιγμή που χορεύουν λάμποντας ο ένας μέσα στον άλλο, σε χίλια προϊστορικά σώματα που φαντάζουν από μακριά πορφυρά χαρτοφάναρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου