Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Πως



Διέσχισα κατακόρυφα το νησί, ως την άλλη πλευρά,
που ελλόχευε η τρίαινα του Ποσειδώνα.

Μου είπαν πως σε είδαν ερημίτη,
μέσα στη σπηλιά που γέμιζε νερό,
φύκια κι αστερίες φωτεινούς η πλημμυρίδα.
- πώς να πάψω να σε θέλω αλήθεια-

Τσακίζω κομμάτια ουρανού στα χέρια για μπαστούνι
-να ‘πεφτα τώρα να πνιγώ να μη σε θέλω πια-
Δυο τοίχοι ‘μείναν στο δωμάτιο και τους κρατώ με τη ζωή μου
μέχρι να τους διαβείς, να πέσω στην αγκαλιά σου σαν παιδί.
Πέρα από σένα τα πάντα αόρατα, πάνω από σένα όλα ανύπαρκτα
-πώς να πάψω-
και μέσα μου τα πάντα- λίγα, πολλά, άγρια ήμερα, μιλούν για σένα πάλι-

Όταν θα γενώ ολόκληρος άνθρωπος θα πλέκω καημούς στο φεγγάρι,
εκείνο το δικό Μας φωτογραφία στον ουρανό.
Μη με κοιτάς, θα μείνει χρόνος να μην έχουμε να πούμε τίποτα
και θα φταίει το φως γι΄ αυτό και θα φταίει η μέρα που δεν είναι τρυφερή
και η νύχτα που είναι αφάνταστα.
 Υπάρχει καρδιά στα χέρια? Στα χέρια που σφίγγονται λες και θα ενώσουν την ύλη, με βουβές επιθυμίες, υπάρχει καρδιά?
Και όταν τα μάτια νιώθουν τη μυρωδιά σου, γιατί αγριεύουν? Πες μου

Κουράστηκα ν’ ανακαλύπτω τις πιο όμορφες πέτρες στον ουρανό
και να τις βρέχω με λόγια  για να ζωντανέψουν,
να βρω τις πατημασιές σου πάνω τους, ίχνη δικής μου τρέλας,
 λίγο πιο κάτω από εκεί που μ΄ άφησες να μετρώ τα δόντια στο μαχαίρι του ψωμιού,
 με τις άκρες των δαχτύλων, να νιώσω πιο δαγκώνει πιο βαθιά,
 αυτό ή η ανάγκη σου.
Μόλις φτάσω στη σπηλιά σου,
 θα κλείσω τα χέρια και θα κολυμπήσω μέσα στο μαύρο σου το φωτεινό,
μήπως και μπορέσω μόνη να πνιγώ.
–Πως-









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου