Το νησί δεν είχε κανένα χρώμα. Εμείς το θυμόμαστε γαλάζιο. Εμείς το βαφτίσαμε.Εμείς το ξαναφέρνουμε στα όνειρά μας. Ήταν ένας χώρος ουδέτερος. Θα μπορούσε να είναι μόνο μια πλατεία κι ένα καμπαναριό.Το δωμάτιο του ξενοδοχείου και μια θάλασσα. Ο δρόμος στην άμμο.Η νυχτερινή πορεία του φεγγαριού. Τώρα μας πονάνε όλα . Σαν το μαχαίρι. Σιγά σιγά, με τη μύτη στο λαιμό. Κυρίως εκεί. Σκοτώνονται πρώτα οι λέξεις.Η φωνή μετά. Ύστερα, πολύ πιο ύστερα, σκοτώνεται τ' όνειρο. Ολόκληρο. "Ποτέ πια". Από 'κει και πέρα δεν εφευρίσκονται χρώματα. δεν αντιδρούν οι κινήσεις. Δεν γίνεται τίποτα.
Το νησί ήταν γαλάζιο; Πράσινο; Μαβί;
Τι σημασία έχει;
Ποτέ πια.
Αυτό είναι το ορόσημο.
Η αρχή. Και το τέλος.
Πως να φωνάξεις τον φόβο σου μετά;
πως να πεις τη μοναξιά σου-μετά;
Τι όνομα και ποιο χρώμα να 'χει άραγε η σιωπή-μετά;
Εκεί στέκεσαι. Εκεί μένεις. Ανάμεσα στο όχι και στο όχι.
Στέκεσαι. Ή φεύγεις. Ή μετακινείσαι απλώς.
Το ίδιο κάνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου