Σάββατο 5 Μαΐου 2012




Φοβάμαι την ώρα που το πάτωμα θα γίνει προκυμαία και θα σε δω να λύνεις
τους κάβους σου , να σαλπάρεις στ’ ανοιχτά. 
Περπάτησα στα τέσσερα ως εκεί, στην άκρη που αρχίζει το νερό, παλεύοντας να δω το χαμηλότερο σημείο, εκεί που χρυσίζει η άμμος και μιμείται το βλέμμα σου. Μίμος άμμος. Μισή από σένα. 
Κι αν ακόμη πιάνεσαι απ’ το τίποτα, απ’ το ολότελα,
έχεις κάπου να κοιτάς, σ’ εκείνο το σημάδι που ξεμακραίνει στον ορίζοντα με τ’ όνομα
γραμμένο στο σώμα και στα μάτια σου.
Τίποτα ίδιο και πάντα κανείς δε σου ανήκει πραγματικά, πέρα απ’ το δικό σου κενό, που περιμένει λες να πέσεις μέσα του. Κλείνεις τη μύτη και βουτάς. Κι αναρωτιέσαι στο βύθισμα ποιος θα ‘ρθει τελικά ν’ ανοίξει αυτό το δώρο που κουβάλησες χρόνια, αυτό
το μουντό κουτί με τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια,
να το βάλει στην πρίζα, ν’ αρχίσει η μουσική.
Χριστουγεννιάτικο το δώρο κι εσύ φοράς πάλι μαγιό, ρίχνεις δίχτυα για τους καρχαρίες, καβαλάς τις καμήλες και ξεκινάς αγέρωχος για τους ουρανοξύστες
στο βάθος του φόντου.
Πόσο απλά μπορούν να γίνουν όλα, όταν μπαίνουν σε μια ευθεία κι όταν ξυπνάς, να μην μπορείς να ξυπνήσεις πιο πολύ κι όταν κοιμάσαι να μην μπορείς να κοιμηθείς περισσότερο μ’ αυτά τα όνειρα που σε τραβούν απ’ την πλάτη προς το ψηλά.
Γέρνω να σε δω. Υψώνομαι να σε βρω.
Μοναδικός μου εσύ. Καταδική σου εγώ. Χωρίς καταδίκη.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου