Δεν ήξερε πια σε τι μπορούσε να ελπίζει. Τρόμαζε όσο αυτός σώπαινε και σφιγγόταν γύρω της.
Πάλευε να βρει λίγο αέρα, να βογκήξει μέσα του ένα "σ΄αγαπώ¨", τρυφερό σαν πέτρα, να πληγώσει αυτή τη νύχτα, να σκίσει τους μαύρους όγκους των βουνών στο βάθος. Μέσα στο στόμα του να το βογκήξει κι αυτός απελπισμένος να ρουφήξει τους φθόγγους της, με άγρια απόγνωση.
Ίσως έτσι να ερχόταν η λύτρωση, να παρέλυε πλέον ευτυχισμένο το σώμα. Δε θα μισούν πια τη σάρκα, που δε χορταίνει, που λαχταρά κι άλλο. Γαντζωνόταν από τους ώμους, από τα μάτια του, προσπαθούσε να λευτερώσει όσο έρωτα έκρυβαν μέσα τους γι΄αυτή. Ματωμένο βλέμμα κι αυτή καρφωμένη στη γη ένιωθε να ξεκολλούν κομμάτια απ' το σώμα της, σαν την κοιτούσε και τον δάγκωνε με τα χείλη, με τα δάχτυλά της, με το σώμα της ολόκληρο.
Το σμίξιμό τους ήταν σαν επίκληση σε κάτι θείο, σπαραχτικό, στην αρχή σα ζώα που μαστιγώνονταν κι αρπάζονταν από τις σάρκες τους, για να πλημμυρίσουν μετά τρυφερότητα, μαζεύοντας τα λεηλατημένα κορμιά τους, το ένα μέσα στο άλλο ακίνητα, υγρά, σε μια παράλληλη πλεύση. Τότε ήταν που δεν τολμούσε ν' ανοίξει τα μάτια της, γιατί το ένιωθε πως τα δικά του την έλουζαν με φως, σ' ένα σεργιάνι μέχρι το κλαδί που κρεμόταν κάτω απ΄το φεγγάρι. Εκεί θα κρεμούσε την κούνια που θα λίκνιζε τα γυμνά κορμιά τους έτσι κολλημένα, νιογέννητα, πρώτη φορά τόσο ζωντανά. Όσοι κοιμηθούν κάτω από αυτό το φεγγάρι τους θα ονειρευτούν ένα κομμάτι από ευτυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου