Τον είδα. Όμως πρώτα τον είχα νιώσει. πριν μπω μέσα, πριν ανέβω καν τα δυο τρία σκαλιά. Τον είχα νιώσει όπως το θύμα νιώθει τ' αγρίμι που είναι κρυμμένο πίσω απ΄τους θάμνους και όταν με πλησίασε, ο αέρας στο διάβα του προμήνυε θύελλες. Ήταν και η αφή κάτω από την αφή του. Η μυρωδιά κάτω από τη μυρωδιά του. Αισθήσεις που τρυπούν κατευθείαν το μυαλό παρακάμπτοντας όλους τους νευρώνες. Αυτή η φλέβα στο λαιμό σε βασανιστική ισορροπία με τα μάτια του. Αγρίμι.
Ότι πλανιόταν γύρω μας ήταν κι αυτό παιδί κάποιας θύελλας και μάνα κάποιας άλλης. Θυμάμαι πως έλαμπε ακόμη και στο μισοσκόταδο, σταυρωμένος απ΄όλα τα βλέμματα του κόσμου με τα δάχτυλα που άγγιζαν γεμάτα υποσχέσεις και δυο μικρές ρυτίδες να πλαισιώνουν τα μάτια καθώς γελούσε. Είμαι σίγουρη ακόμη και τώρα, πως αγνοεί πόσο όμορφος είναι. Αναδυόταν κάθε μέρα μπροστά μου με το γέλιο και το κλάμα του, γιατί το γνώρισα κι αυτό κι ας μην είδα ούτε δάκρυ. Ήξερε από θύελλες, ήταν ολοφάνερο, όπως κι από ναυάγια. Ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή να διαχέεται ύπουλα μέσα μου και κατάφερε πλέον να πρωταγωνιστήσει σε παράσταση διαρκείας, σαν εκείνες των σκηνών του Λονδίνου. Παντού, σαν τις μπόρες που του αρέσουν, μα εγώ φοβάμαι. Έφτασε να ξέρει τι θα τον ρωτήσω, γιατί υπήρχε η απάντηση, που μέρωνε τα πάντα μέσα μου. Σας λέω πως με ξέρει. Από πάντα. Ξέρει πως τρώω, πως κάνω έρωτα, πως θέλω να τον ταΐσω με τα δάχτυλα κι αυτός να ταράξει την κατασκευασμένη μου ηρεμία. Αυτή τη θορυβώδη μοναξιά. Είμαι τυχερή, έχετε δίκιο, γιατί τώρα πια μπορώ και βλέπω όλα τα χρώματα, από το διάφανο, ως το μαύρο, μέσα από το βλέμμα το δικό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου