Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012




Γράμματα...ή μάλλον αποσπάσματά τους.
Το 1936 ο Σεφέρης, 36 ετών τότε, γνωρίζει τη Μαρώ Λόντου (σύζυγο του Αντρέα Λόντου) και η ζωή του αλλάζει. 'Οπως συμβαίνει στις ταινίες...όπως συμβαίνει στα βιβλία... όπως συμβαίνει στη ζωή.
Διαβάζοντας την αλληλογραφία κάποιου , σου δημιουργείται συνήθως ένα αίσθημα ότι εισβάλεις στην προσωπική ζωή του από την κλειδαρότρυπα. Από την άλλη, έρχεσαι σε επαφή με μία άλλη διάσταση της προσωπικότητάς του, πιο ανθρώπινης, πιο οικείας, πιο στα μέτρα μας.

Μια μικρή επιλογή

 
Κορυτσά, 1 Φεβρουαρίου 1937

...................
Καμιά φορά, όταν μου ξεφεύγουν κάτι τέτοια λόγια, στέκομαι και λογαριάζω (ο άλλος που σέρνω πάντα κοντά μου σαν ίσκιο, ο άλλος, ο ψυχρός παρατηρητής που δε συγκινείται, είναι πάντα έτοιμος να μιλήσει), λογαριάζω τι κάνω, ζυγιάζω την ευτυχία που μπορώ να δώσω και τον πόνο που έχω δώσει κιόλας, όχι μονάχα σ' εσένα. Λαγαριάζω το κόστος αυτής της ευτυχίας. Σταματώ μια δύσκολη στιγμή. Κι έπειτα: " Ας γίνει ό,τι γίνει" - έτσι τελειώνω πάντα, άμα έρθω σε αντιπαράθεση μαζί σου. Και το τρομερό είναι ότι τα ξέρω όλα. Αυτή είναι η αγάπη μου. Και δεν πρέπει να σου τη λέω. Όμως βλέπεις αυτά τα πράγματα που είναι μεγαλύτερα από μας έχουν κάνει το κακό να μας δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται πάντα σε κίνδυνο, ότι, αν μας τυραννούν τόσο "φριχτά πολύ" σήμερα, αύριο μπορεί να έχουν χαθεί για πάντα.
Και το περίεργο είναι πως ενώ τόσο πολύ βασανιζόμαστε, θα προτιμούσαμε να χάσουμε οτιδήποτε άλλο παρά αυτό το βασάνισμα. Και τότες λέμε πως "δεν έχουμε καιρό" και δίνουμε ό,τι μπορούμε να δώσουμε. Και δεν έχω τίποτε άλλο να σου δώσω, τώρα, παρά αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι δε θα σου τις έγραφα, αν δε με πατρακινούσε η ελπίδα πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ' αυτον τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν επιτέλους, έξω από όλα- κάποτε, όταν αυτά που λέμε τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση, και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα.Μέσα στα χτεσινά χαρτιά μου βρήκα σημειωμένη σε μια γωνιά και τούτη τη φράση: " Κι όταν βασίλεψε ο ήλιος τα πόδια μου άρχισαν να κρυώνουν." Θυμάμαι την ώρα, το φως και το ύφος σου άμα την είπες. Τώρα ακόμη βλέπω το χαμηλό κοίταγμά σου και τα χείλια σου. Μια φράση που δεν την πρόσεξες, που σου την έκλεψα σχεδόν. Έμεινε εκεί πέρα στο συρτάρι μου συμμαζεμένη και πετάχτηκε ξαφνικά τρελή, καινούργια. Είπα πως έτσι θα είναι λιγάκι, άμα σε ξαναβρώ, η ζωή.





 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου