Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

καρότσα




Όλη τη διαδρομή την έκανε φορτωμένη στην καρότσα, πάνω σε μια κουρελού που είχε στρώσει, μπρούμυτα για να μην την στραβώνει ο ήλιος του, χωρίς να μπορεί να δει κανέναν άλλο σ’ αυτή τη στάση. Μόνο τα λεωφορεία που προσπερνούσαν την έβλεπαν, αλλά και αυτά ήσαν φορτωμένα μ’ επιβάτες που είχαν τη μορφή του, οπότε δεν την ένοιαζε, ίσα ίσα που τους έκλεινε το μάτι κάθε που ένιωθε το βλέμμα τους πάνω της. Σε κάθε λακκούβα ένιωθε τη λαμαρίνα να χτυπά το στέρνο της όμως αυτή συνέχιζε να στέκεται έτσι όπως αυτός την είχε προστάξει. Την επόμενη τον βρήκε να την περιμένει από πάντα,  σα να είχαν ταξιδέψει μαζί, ξαπλωμένοι κι οι δυο στην ίδια κουρελού, για τη δική του πατρίδα. Είχαν κοιμηθεί λες αγκαλιασμένοι κάτω από σύννεφο σκόνης έρωτα και ξύπνησαν μόνο από τη φωνή του καρπουζά που τους καλούσε να δαμάσουν τη δίψα τους. Τότε ήταν που αποφάσισαν να μετρήσουν ως το τρία και να πηδήξουν μαζί απ’ την καρότσα για να χτίσουν με δυο καλάμια το σπίτι τους στην άμμο. Έκαναν έρωτα κατάχαμα μέχρι να πονέσει η πλάτη από το θρυμματισμένο γυαλί και βουτούσαν στη θάλασσα χωρίς να ξεκολλάνε για να βρουν κρυψώνες για τα χαρτιά που έγραφαν μαζί όταν τέλειωναν οι μέρες. Κι έτσι χώριζαν πια τις ώρες σε βράδυ- μεσημέρι- πρωί ή και με όποια άλλη σειρά τους άρεσε, γιατί όταν σιγοκαίς στην άλλη αγκαλιά μαθαίνεις και να μπερδεύεις τον χρόνο. Στην έκλειψη έδωσε τη μορφή του στην ανάσα της και κράτησε ακόμη πολλή μέσα της για την επόμενη πανσέληνο .

Όποιος νομίζει πως τους είδε κάνει μεγάλο λάθος  γιατί ό,τι ζουν το ακούν, το βλέπουν , το μυρίζουν μόνο αυτοί. Υπέροχα μόνοι. Βλέπεις,  όταν φεύγεις με μια τέτοια καρότσα δεν έχει επιστροφή.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου