Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

η ταράτσα





Είναι κι εκείνες οι μέρες που η ταράτσα δεν βρίσκεται για να προφυλάσσει το κεφάλι της, μα γίνεται ένα πάτωμα από μπετό, για να σέρνεται ως εκεί όταν φοβάται, να φτάνει στην άκρη και να κοιτά από κάτω (παρά την υψοφοβία) προκειμένου να διαπιστώσει αν υπάρχει χαμηλότερο σημείο. Έστω και μισό. Έτσι πιασμένη από τα κάγκελα την είδα με το σώμα σε καμπύλη κι εκείνον γραμμένο στα μάτια της, γιατί δεν ήταν μαζί της, καθώς του ανήκε ο αέρας, ο αέρας της και πετούσε κάπου εκεί τριγύρω πάντα. Ο κόσμος της φώναζε κάθε φορά με την ίδια κραυγή: «Μην πέσεις», όμως αυτή δεν ήθελε να πέσει, παρά μόνο να δει, να τον δει. Να πάρει μια ανάσα δική του.


{*Όσο αυτός δεν ερχόταν αποφάσισε να κατέβει στο έδαφος. Θα πήγαινε ν’ αγοράσει εκείνο το αμπαζούρ, που φανταζόταν αναμμένο καθώς θα έκαναν πρώτη φορά έρωτα, γιατί το σκοτάδι δεν ταίριαζε με τα μάτια του, ούτε με τους σπασμούς του οργασμού του. Θ’ αγόραζε και μουσική, από αυτή που την ακολουθεί μήνες τώρα και μια εφημερίδα με συνέντευξή του στη σελίδα εκατόν δύο, μόνο και μόνο για να κόψει τη φωτογραφία και άλλη μια ματιά του μαζί.}


Τον βλέπει σε μια παραλία να ξεχωρίζει δίχτυα από το σώμα του ενώ πιο κει τον περίμεναν δυο καμήλες στωικά και πίσω του σε λευκό φόντο, οι ουρανοξύστες και οι φοινικιές.
Μια γυναίκα μαγειρεύει καγκουρό, τον καλεί να φάει και να μπει στο μάρσιπο κι αυτός ψάχνει τρόπους να πει «ευχαριστώ», κοιτάζοντας πάνω τις κεραίες και τον Ιπτάμενο Ολλανδό. Κοκαλωμένη εκεί στον έβδομο, μπορεί και τον βλέπει αν γύρει λίγο πιο πολύ, σε όριο πτώσης, με τα γράμματα να την σπρώχνουν συνεχώς  κοντά του. Τα πάντα, το νιώθει, είναι πιο απλά τώρα που έγινε 
δική του.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου