Έβρεχε από νωρίς έξω από το παλιό καφενείο του σταθμού. Είχαν μαζευτεί γύρω από τη σόμπα οι επιβάτες και απ' τα δυο τρένα που στέκονταν ακίνητα. "Το πρωί θα ξεκινήσουμε", ακούστηκε να λέει κάποιος, ενώ πίσω από τον πάγκο ετοιμαζόταν πρόχειρο φαγητό. Οι φωνές κολλούσαν μαζί με τις ανάσες στους υγρούς τοίχους, συντονισμένες στο ρυθμό της βροχής.
"Λες ψέματα", ακούστηκε να του λέει σιγά, ενώ παράγγειλε ένα ζεστό καφέ και για τους δύο.
"Ψέμματα, όλα ψέμματα, από έρωτα τρελό με σκότωσες, βλέπεις το σημάδι; όχι δε με νοιάζει που με κοιτούν οι υπόλοιποι' βλέπεις το σημάδι εδώ στο στήθος μου; με σκότωσες, μετά μ' έκρυψες κάπου μακριά κι έφυγες, χάθηκες σαν τρελός"
Έτρεχε η βροχή στα βρώμικα τζάμια και στο γκρίζο του πρόσωπο βροχή "κλαις;" βροχή και ήσαν κλειστά τα παράθυρα και τότε μόνο άρχισε να μιλάει με βραχνή φωνή "περπατούσα τρία ολόκληρα χρόνια, δε σου φτάνει; μέρες και νύχτες και μεσημέρια και σούρουπα και καλοκαίρια και φθινόπωρα και έψαχνα παντού. Και είχα μόνο μαζί μια φωτογραφία, που πίσω έγραφε τ' όνομά μου, γιατί αυτό φοβόμουν πιο πολύ, μην ξεχάσω τ' όνομά μου και μαζί και το πρόσωπό σου και τα φύλαγα στην τσέπη μου, καθώς έφτανα σε πόλεις με όνομα ξένο. Και έψαχνα στις λέξεις, για να βρω αυτή που ταιριάζει, να σου πω "ήρθα", εκεί στο τέλος του δρόμου που πάει στα βουνά και στην έρημο και που κόβεται στα πέντε, στα οχτώ, στα δώδεκα κι εκεί πάνω, που σε βρίσκω χίλιες φορές, να σου λέω ξανά και ξανά "ήρθα, είσαι εσύ; δείξε μου το σημάδι να πιστέψω, κουράστηκα, δείξε μου το σημάδι να πιστέψω πως σ' έχω βρει"

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου