Στεκόμασταν αμίλητοι και παρατηρούσαμε τα πράγματα που γίνονται θαύματα, χωρίς κανείς μας να ξέρει πως κι από ποιον και για πόσο και ήθελες να βουτήξουμε μα το νερό έδειχνε μαύρο και κρύο πολύ και τελικά κανείς δε γνωρίζει σε ποια θάλασσα βουτά πραγματικά κι ακόμη κι αν είναι όντως θάλασσα και όχι βάλτος, πόσο μπορεί να διαφέρει βουτιά από βουτιά, όχι μόνο σε καταδύσεις που θυμάσαι, αλλά και σ΄ όσες περιμένουν άγνωστες ακόμη. Πρέπει να περάσει πολύς καιρός, μέχρι να αναζητήσεις το δισκάκι με τον καφέ που έκρυψες στο μεσαίο ντουλάπι, μαζί με την τραγιάσκα και τα βατραχοπέδιλα. Είσαι ο μόνος που φοβάται τα ταξίδια νομίζω και όλοι γύρω σου σε λιμάνια βουτηγμένοι, σε φωνάζουν ακόμη και κομπιάζεις, αν βουτήξεις θα τους βρεις απ’ το πόδι δεμένους σ’ ένα κάβο να κολυμπούν νυχθημερόν πιστεύοντας πως κάπου θα φτάσουν. Εκείνη η χαρακιά στον αγκώνα, μου λες, πονάει σαν πέφτω στ’ αλάτια και πως ν’ αψηφήσεις ένα νερό τόσο μαύρο που ούτε νερό δε μοιάζει και πώς να σταθείς στην επιφάνεια χωρίς τραγιάσκα και δισκάκι και καφέ, είναι όμως που τα καλοκαίρια σπέρνουν θαύματα για να θερίζονται μέσα σε κάποια άνοιξη
κι εσύ το ξέρεις.
Ο πίνακας του Κώστα Κουκουζέλη

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου