Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012







Το ένιωθε πως εμπιστευόταν πια τον εαυτό της κι αυτή η δύναμη, της καθάριζε λες την όραση. Αφηνόταν σε βήματα που την οδηγούσαν σε πρωτόφαντες διαθέσεις. 
Δεν ήταν μόνο η ανταριασμένη θάλασσα μπροστά της, το σούρουπο και η αυγή, μα και τα πλήθη που ξεκινούσαν για Αμερική, ο ασημένιος ιστός της αράχνης, που τον διαπερνούσε μόνο μια αχτίδα, που έμπαινε από την πόρτα, στο κέντρο μιας πυραμίδας και ήταν θαρρεί στη Βαρκελώνη εκείνο το θαυμαστό μωσαϊκό, ίδιο με αυτό στο κατώφλι ενός σπιτιού στο Μπουένος Άιρες. Τα ώριμα τσαμπιά να βαραίνουν τον τελευταίο της Αύγουστο και μετά το χιόνι στο βορά και οι παραπλανητικές έρημοι του νότου, να κρύβουν μέσα σε κάθε κόκκο άμμου  και μια ιστορία από αλαλάζοντα καραβάνια που έρεαν λες, όπως το αίμα μέσα της. Ταγμένο αυτό στο μηχανισμό του έρωτα, σα μια αργή πορεία θανάτου, να καθρεφτίζει το πρόσωπό της, σ' έναν αντικατοπτρισμό ιλίγγου. 
Ξάφνου άρχισε  να κλαίει γιατί τα μάτια της αντίκρισαν το πιο θαυμαστό απ' όλα, το όνομα που σφετερίζονται οι άνθρωποι και που φοβούνται ν' ατενίσουν: τον έρωτα, μέσα στα δικά του μάτια.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου